Wednesday, October 12, 2011



ΕΦΙΑΛΤΗΣ Ι
ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΙΑ
Κάποιος έκρωξε,
Κάποιος ψιθύρισε,
Κάποιος κουφάθηκε,
Κάποιος έβηξε, καθάρισε το λαιμό του και ξεκίνησε πάλι.

Στην αγέλη των λύκων μου έταξαν αίμα.
Με ευλόγησαν με ξόρκια και μαγγανείες,
Μου διάβασαν για Δράκουλες και Λυκανθρώπους:
«Λερναίες  Ύδρες  θα σε ξεγελάσουν,
Ανθρωποφάγα κτήνη θα σε διαμελίσουν από έρωτα,
Κι οι Σειρήνες θα λατρέψουν το όνομά σου.
Γιατί εγώ ανέστησα το Μπαμπούλα από τις απαρχαιωμένες σελίδες.»







ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΙΙ
ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΕΥΤΕΛΙΣΜΟΥ ΜΙΛΑ Η ΕΥΘΥΝΗ
Αρπάζω  τον τρόμο,
Ένα στήριγμα για να σταθώ,
Δε σε ευγνωμονώ που με κέρασες αμίλητο νερό,
Κι ας οσμίστηκα σημάδια αποσύνθεσης στο κορμί μου.
Εγώ σου μιλώ για φως!







ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΙΙΙ
ΤΟ ΡΟΛΟΙ, ΤΟ ΣΚΟΙΝΙ ΚΑΙ Η ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΚΟΥΚΛΑ
Το σμήνος τριγύρω μου πετά,
Το ρολόι χτυπά,
Ο ήλιος σηκώνεται,
Το πρωί με συναντά,
Και το στόμα μου ξυρό στέκει ακόμη ορθάνοιχτο.

Ο ιδρώτας ρέει,
Το ρολόι χτυπά,
Ο Βασιλιάς ορθώνεται,
Τον καύσωνα ξερνά,
Κι εγώ κουρασμένο, σκουριασμένο άγαλμα να βουλιάζω σε βάθος απύθμενο.

Η βρύση στάζει,
Το ρολόι χτυπά,
Η σελήνη από αδημονία αλαλάζει,
Και το σούρουπο αναδύει οινόπνευμα με καυσαέρια,
Ο κόσμος  σε ξέχασε κάπου εκεί ψηλά.

Η μούχλα φλερτάρει την υγρασία,
Το ρολόι χτυπά,
Το φως δύει μακριά,
Και μαζί του γερνά η ομορφιά,
Μα εσένα αποκρούει και χτυπά αυτόν που κοιτά από χαμηλά.

Οι δείκτες προχωρούν,
Και το ρολόι χτυπά,
Μα ποτέ για εκείνη τη θλιμμένη κούκλα που στέκει κρεμάμενη εκεί ψηλά.







ΕΦΙΑΛΤΗΣ IV
ΣΑΓΗΝΗ
Στα μπαρ,
Εκεί που αναγεννιέμαι με το ουίσκι σύντροφο από τις στάχτες της καταδίκης εκείνων που ζέχνουν στενοχώρια και απόρριψη.
Και πάνω στη συνουσία της μέθης ξεπροβάλει η πουτάνα με σαγηνευτικό ανάστημα,
Κόρη των χωροφυλάκων που σου μαρτύρησαν ότι σε κρατούν δέσμιο.
Στέκει δίπλα μου και μου τάζει φθηνό σεξ μακριά από τη σωτηρία μου.
Ξέρει να με χειρίζεται καλά, όπως πάντα με κερνούσε πόνο και αποστροφή με κάθε ποταπή διείσδυση.
Έτσι και τώρα, με πείθει για το σαθρό ταξίδι της παρακμιακής φυλακής,
Που ο απόλυτος εξευτελισμός θα μου αφιερώνει αλησμόνητα τραγούδια.
Και εγώ για ακόμη μια φορά θα υποκύψω στη δυσωδία του κόλπου της.







ΕΦΙΑΛΤΗΣ V
Ο ΕΡΩΣ ΤΗΣ ΛΙΛΙΘ
Η νικοτίνη βράζει μέσα σου,
Και εσύ ζητάς το φιλί που σου υποσχέθηκα,
Η ανάγκη φορά τη σάρκα της επιθυμίας,
Μα δε παρασύρονται μόνο τα χείλι…

Και να ‘σαι συ, γίνεσαι φωτιά,
Και το μάγμα σου ρέει διαβολικά υγρό,
Γλύφοντας την τέφρα εκείνου που τόλμησε να ψιθυρίσει πως η άνοιξη θα ξημέρωνε από αύριο…







ΕΦΙΑΛΤΗΣ VI

Στροβιλίζομαι και στριφογυρίζω,
Γύρω από μια εικόνα βέβηλη,
Που χειροτόνησα Μούσα και Θεά.
Δε φταίει που κάθε τόσο με αναρροφά και με στραγγίζει,
Και έντρομος στα κάτοπτρα του κόσμου με θωρώ σα μια μάζα από κόκκαλα, μύες και εξαϋλωμένο ερωτισμό.

Τους σπόρους μου δειλά σπέρνω,
Που τα χέρια της ακρωτηριάζουν,
Κι ύστερα την κοιτώ.
Το ίδιο έκτρωμα στο κάτοπτρο!
Κι η ανάκλαση ραγίζει μουντά,
Κάθε που αυτή σκοντάφτει και σπα,
«Δεν είναι οίκτος, αλλά σε συμπονώ».

Στο κονσέρτο της Κρυφής της Αυλής,
Το βιολί της στο ευερέθιστο κορμί της παίζει με δοξάρι αιχμηρό,
Κλείνω τ’ αφτιά μου και ξεκινώ άλλο ρυθμό,
Παράδοξα ερωτικό,
Παραμορφώνω το σκοπό της να της θυμίσω πως στέκω δίπλα εδώ.
Δεν τραγουδώ, θρηνώ!
Θρηνώ για όσες υγρές επιθυμίες τάραζε για να μη δω.
Μύριες αγωνίες πίσω από το υγραμένο ακουστικό,
Ακόμα δεν πνίγηκε σε αλμυρό καθρεφτισμό,
Μα εγώ στέκω εκεί κοντά και αναμένω, αγωνιώ, σε παρακολουθώ,
«…Μη κλείσεις, είμαι εδώ!»
Μα ακόμα και τώρα εξακολουθώ να αναμένω εις το ακουστικό μου την πικρή λύτρωση που με βιάζει:
«Ρε μαλάκα, σ’ αγαπώ!»







ΕΦΙΑΛΤΗΣ VII
ΝΤΕΛΙΡΙΟ ΠΟΝΟΥ
Σαν το ξημέρωμα ερχόμενο από τη λήθη με φωτιά
Μαζί του και εγώ ξυπνώ
Από ένα θάνατο μικρό, ονειρικό
Στη μικρή καθημερινή κόλαση με καλωσορίζει με μάτια σταχτιά.
Έτσι και το ντελίριο του Πόνου Βασιλιά πιπιλά ξανά την άχρωμη και άγευστη ψυχή μου.
Ξανά αλλά οδυνηρά σαν πρωτόγνωρο αίσθημα παρουσιάζεται κάθε φορά κάτω από πέπλο ζοφερό.
Ελλοχεύει και στοχεύει
Με δηλητήριο τις φλέβες κυριεύει
Με παρανοϊκές σκέψεις αποπλανώντας με , με συντροφεύει.
Στου παγετώνα την παράλυση των αισθημάτων σαν ερημίτης γυροφέρνει.
Ναρκωτικό με κάθε πρωινό σαν της Σάρας τα τερτίπια με πλανεύει.
Στον νέο μου αυτό πένθιμο κόσμο τα διαμάντια λυγίζουν και σπάνε βουβά με προσμονή,
Και τα παιδιά κλαίνε όταν έρχεται βροχή.
Πάνω στο βωμό του Θριάμβου και του Θρήνου το γαργαλιστικό κάλεσμα της αυτοχειρίας μού κρατά το χέρι
Στα παλάτια του Άδη από κατάμαυρη πέτρα και κάρβουνο, θα κατέβω ως αγέρι,
Σαν του Αχέρων την παγερή αύρα.
Και πάλι σαν τα μάτια μου ξεγελαστούν κι ανοίξουν και ζυγίσουν τη σφαίρα της ζωής
Τότε όνειρο τρομερό θα ήταν
Μα το νεκρωτικό νέκταρ αθάνατο του πόνου εμμένει αχόρταγα στην ψυχή και τη ναρκώνει
Σα Βάκχος  με την απελπισμένη της φωνή.
Σαπίλα και δυσωδία απλώνεται στο κορμί της
Με όλη τη χάρη τους- με όλη τη ντροπή τους.
Κι οι Θεοί σαρκάζουν την τύχη της
Άξια του πόνου κόρη την ορκίζουν σαν τη χειρότερη βλασφημία τους.
Στου άγρυπνου πόνου το ταξίδι όπου ο Μορφέας και ο Άδης εναγκαλίζονται σε έκσταση χαράς
Η βυρώνεια πια ψυχή αποχωρεί συρόμενη από τον Νυμφίο του Άλγους  νοσταλγώντας τις χαρές της τώρα πια που προσκυνά τα αρχέγονα παλάτια της Βραδιάς…







ΕΦΙΑΛΤΗΣ VIII
ΑΝΑΜΟΝΗ
“Το λευκό κρεβάτι παραμένει παραπονεμένα ψυχρό.
Το φως άψυχο παρατηρεί ανοιχτό.
Ακόμη το μεθυστικό της άρωμα στο στρώμα συντροφεύει τον φιλικό πόνο και καθυστερεί τον Σκοτεινό Άγγελο.
Και ένα κορμί ριζωμένο στα παλάτια της αβύσσου θα περιμένει το φιλί της επιστροφής.
Αλλά και πάλι άργησες για να δανείσεις μια μικρή θέση στη ζωή σου.
Απλά εκείνη γίνεται ο πρώτος μάρτυρας να χαζεύει το κρύο δωμάτιο και μια κόκκινη κηλίδα που προδίδει άσπλαχνα τα ανεκπλήρωτα όνειρά του… ”







ΕΦΙΑΛΤΗΣ IX
Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ
Από γωνιά σε γωνιά
Και από πλευρά σε πλευρά
Τριγυρνούν
Στέκονται και με χαιρετούν
Με χειραψία ακάλεστη και παγερή
Μου χαμογελούν γλυκά και ανέκφραστοι με κοιτούν
Σάμπως είναι και η πρώτη φορά;
Μου ψιθυρίζουν
Και ουρλιάζοντας με καταβροχθίζουν
Με ξερνούν
Κι η σωρός μου με κοιτά
Ανέκφραστη και χαμογελά
Στην παράκρουσή της μου τραγουδά ψιθυριστά:
«Σ ‘αγαπώ, μη με αφήνεις!»
Κι όλα από εκεί ξαναρχινούν…







ΕΦΙΑΛΤΗΣ X
ΕΥ-ΔΑΙΜΟΝΙΑ
Τα τέρατα της ξεχασμένης πορφυρής κόλασης ζέχνει απατηλούς ορίζοντες
Και κατακαίει με πάθη δολερά.
Μη ξεγελιέσαι όμως!
Οι Λεγεώνες πάθη ασύλληπτα θα σου προσφέρουν
Και εσύ θα θερμοπαρακαλάς.
 Μα οι ναρκωμένες σου αισθήσεις θα πάλλονται
Σε ένα κόσμο που βουτήχτηκες με τα ίδια σου τα χέρια.
Εσύ θα πληρώσεις και θα αναγεννηθείς σα Λίλιθ στον κόσμο που θα φθείρεις και θα φθείρεσαι
Και με δάκρυα στα μάτια θα ψάχνεις το χαμένο σου Ορφέα.
Ήταν εκεί πριν ξεψυχήσει η φωνή σου και γεννηθεί ξανά κραυγή.
Σε θυμάται;
Ή η θύμησή σου του γεννά ένα ανοιξιάτικο σούρουπο που σε κράταγε αγκαλιά
Μα εσύ ακόμα έστεκες  πολύ μακριά
Και εκεί από τα τοίχοι σου φώναζε… κάτι…
Μα αν άκουγες έστω και τον αδύναμο ψίθυρο του όταν εκείνος χανόταν,
Πως η μέρα τούτη θα έφτανε
Και θα απαρνιόσουν
Αυτό που απαρνήθηκε και ο Εωσφόρος:
«Να ζει την απλότητα σαν κάτι μοναδικό.»


Νίκος Β. Μωραΐτης